- αηθίζομαι
- ἀηθίζομαι (Α) [ἀήθης]είμαι ασυνήθιστος, άπειρος σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀηθιζομένων — ἀηθίζομαι to be unaccustomed to pres part mp fem gen pl ἀηθίζομαι to be unaccustomed to pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηθίζεσθαι — ἀηθίζομαι to be unaccustomed to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αήθης — ες (Α ἀήθης) ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος νεοελλ. ανάρμοστος, απρεπής αρχ. 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι 2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα 3. επίρρ. ἀήθως απροσδόκητα … Dictionary of Greek